- μελλιέρην
- μελλιέρηprobationary priestessfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελλιέρη — μελλιέρη, ἡ (Α) (στην Έφεσο) αυτή που πρόκειται να γίνει ιέρεια («καὶ τῶν ἐν Ἐφέσῳ περὶ τὴν Ἄρτεμιν ὁμοίως ἑκάστου μελλιέρην τὸ πρῶτον, εἶθ ἱέρην, τὸ δὲ τρίτον παριέρην καλοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἱέρεια] … Dictionary of Greek